- στεγαστικός
- η , ό[ν]1) кровельный; 2) жилищный;
στεγαστικό πρόβλημα — жилищная проблема
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεγαστικό πρόβλημα — жилищная проблема
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεγαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ἡ αναφέρεται στη στέγαση (α. «στεγαστικός σχιστόλιθος» σχιστόλιθος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στέγης β. «στεγαστικό δάνειο» δάνειο που χορηγείται για την απόκτηση στέγης, για την αγορά κατοικίας) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
στεγαστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στέγαση: Η τράπεζα χορηγεί στεγαστικά δάνεια στους εργαζόμενους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεγαστικός σχιστόλιθος — Αργιλικό σκούρο στο χρώμα, εξαιτίας της παρουσίας σ’ αυτό κυρίως άνθρακα. Το πέτρωμα αυτό διαχωρίζεται εύκολα σε πλάκες πάχους λίγων εκατοστών και χρησιμοποιείται στη δοκιμή για εξωτερικές επενδύσεις σε σκάλες ή και σε στέγες. Στην τελευταία… … Dictionary of Greek